Έτυχε πρόσφατα να διαβάσω ένα δοκίμιο του Michel de Montaigne, αυτού του σπουδαίου διανοούμενου που έζησε στη Γαλλία κατά τον 16ο αι. και που έγινε γνωστός στην Ελλάδα ως Μονταίνιος. Πρόκειται για το 25ο Δοκίμιο του πρώτου Βιβλίου, με τίτλο «Περί Σχολαστικισμού». Σε αυτό εντυπωσιάζουν κάποιες ιδέες του Μονταίνιου που πιστεύω ότι ακόμη και σήμερα έχουν την αξία τους.
Κυρίως εξανίσταται ο Μονταίνιος για το σύστημα εκπαίδευσης της εποχής του και τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των νέων. «Πραγματικά», λέγει, «η φροντίδα και τα έξοδα των πατεράδων μας δεν αποβλέπουν παρά να μας παραγεμίσουν το κεφάλι με γνώσεις. Για την κρίση και την αρετή, ουδέν επί του προκειμένου […] Παίρνουμε και φυλάγουμε τις γνώμες και τη γνώση των άλλων κι αυτό είναι όλο. Πρέπει [όμως] να κάνουμε αυτό το υλικό δικό μας! […] Αν η ψυχή μας δεν δονείται καλύτερα, αν με αυτά [που διαβάζουμε] δεν αποκτούμε υγιέστερη κρίση, θα έβρισκα προτιμότερο ο μαθητής μου να περνάει την ώρα του παίζοντας ρακέτες. Το σώμα θα ήταν τουλάχιστον [έτσι] πιο ταχυκίνητο» (βλ. Μονταίνι, Δοκίμια, μτφρ. Φίλ. Δρακονταειδής, τ. Α’, Αθήνα: εκδ. «Εστίας», 1983, αντίστοιχα σελ. 195, 197, 198).
Η ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας είναι, λοιπόν, για τον Μονταίνιο το κριτήριο μιας καλής παιδείας. Να μη δίνουμε δηλ. στον σπουδαστή μασημένη τροφή την οποία αυτός να καταπίνει με παθητικό τρόπο και να τη μηρυκάζει σαν δήθεν γνώση, αλλά να τον βοηθήσουμε ώστε η τροφή αυτή της γνώσης να αφομοιώνεται και να γίνεται κτήμα του, ένα κομμάτι δηλ. της πνευματικής του προσωπικότητας. Μόνον έτσι θα μπορέσει ο σπουδαστής να προχωρήσει με πλήρη πανοπλία στον δύσκολο στίβο της ζωής του και να πραγματώσει τις ευγενείς φιλοδοξίες του.
Ο φωτισμένος Ελληνας παιδαγωγός Ευάγγελος Παπανούτσος, σ’ ένα εμβριθές έργο του με τίτλο «Η Παιδεία. Το Μεγάλο μας Πρόβλημα» (εκδ. Δωδώνη, 1976), μας δίνει για το θέμα αυτό κάποιες σημαντικές κατευθύνσεις ως οδοδείκτη για όλους εκείνους που αισθάνονται τη μεγάλη ευθύνη να είναι αληθινοί Διδάσκαλοι. Αυτό που κυρίως πρέπει να μάθει ο σπουδαστής με τη βοήθεια του δασκάλου του είναι, κατά τον Παπανούτσο, η διεύρυνση και εμβάθυνση της πληροφορίας που μας δίνεται. Και αυτό θα γίνει με την προσωπική μας επεξεργασία, δηλ. με την παρατηρητικότητα, τη φαντασία και την κρίση μας. Σκοπός είναι να συνδεθεί η συγκεκριμένη πληροφορία με τις γνώσεις μας κι έτσι να ανοίξει ακόμη περισσότερο προς κάθε διεύθυνση ο πνευματικός μας ορίζοντας (σελ. 44-45). Για να γίνει όμως αυτό, λέγει ο Ευάγγελος Παπανούτσος, πρέπει ο δάσκαλος να ξυπνήσει στους μαθητές του την ανάγκη για μάθηση. Να τους δημιουργήσει δηλ. ένα κλίμα προβληματισμού και να τους δώσει μια μέθοδο, ώστε οι μαθητές να είναι ικανοί να λύνουν κάθε παρόμοιο ή σχετικό πρόβλημα (σελ. 48-49).
Η κατάκτηση αυτή μιας στέρεης μεθόδου για διερεύνηση και επίλυση των αναφυομένων προβλημάτων προϋποθέτει όμως να καλλιεργήσει ο δάσκαλος το ενδιαφέρον και τις δεξιότητες του μαθητή προς τρεις ειδικότερες κατευθύνσεις (σελ. 55, 59 επ.):
Πρώτον, να επιδιώκεται ο διάλογος και η αντιπαράθεση των απόψεων, ώστε να αναδειχθούν όλες οι πλευρές ενός σύνθετου ζητήματος και να γίνει γενικότερα αντιληπτό ότι η αλήθεια είναι πολυσύνθετη, άρα δεν μπορούμε να είμαστε μονόπλευροι και με παρωπίδες στην αναζήτησή της. Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο συζητητικής αλληλόδρασης και (από την πλευρά του δασκάλου) σωκρατικής μαιευτικής, ο σπουδαστής καλλιεργεί το θάρρος της γνώμης του και συνάμα μαθαίνει να σταθμίζει με ευρύ πνεύμα τα επιμέρους πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των πιθανών λύσεων ενός προβλήματος, ώστε να οικοδομεί τη βέλτιστη ισορροπημένη λύση.
Δεύτερον, να αναπτυχθεί στον σπουδαστή η ανάγκη να αγαπά τη γνώση σε κάθε τομέα ενδιαφέροντος, και συνακόλουθα να διαβάζει σε ψηφιακή ή έντυπη μορφή: βιβλία, εφημερίδες, κοινωνικά δίκτυα κ.λπ., έτσι ώστε να έχει μιαν ολοκληρωμένη εικόνα για τον κόσμο γύρω του, να είναι δηλ. ένας ενημερωμένος πολίτης.
Και τρίτον, να ασκηθεί ο σπουδαστής στην πολύ σημαντική δεξιότητα να ξεχωρίζει μέσα σ’ ένα πλατύ κείμενο τα ουσιώδη (αυτά δηλ. από τα οποία εξαρτώνται κάποια άλλα), από τα δευτερεύοντα και επουσιώδη. Σκοπός είναι εδώ να εξοικειωθεί ο σπουδαστής με την αναζήτηση της ουσίας μιας άποψης μέσα από το πλήθος των λεπτομερειών που την περιβάλλουν και να γνωρίζει πού πρέπει να επικεντρώνει την προσοχή του και τις αναπτύξεις του σ’ ένα θέμα που καλείται να πραγματευθεί, π.χ. ένα διαγώνισμα, μια έκθεση, ένα άρθρο ή μια αναφορά. Η γνώση της ουσίας ενός θέματος επιτρέπει, περαιτέρω, την καλύτερη αρχιτεκτόνηση και δομή του κειμένου που θα επεξεργασθεί ο σπουδαστής, καθώς θα γνωρίζει πού πρέπει να αποδώσει έμφαση και πού να επιμείνει περισσότερο, μέσα σ’ ένα κείμενο με αρχή, μέση και τέλος.
Καθίσταται πρόδηλο ότι η μέθοδος αφομοίωσης των γνώσεων, όπως την περιγράψαμε, είναι ακόμη πιο σημαντική στις ημέρες μας, οπότε κατακλυζόμαστε καθημερινά από πλήθος πληροφοριών μέσω διαδικτύου και θα πρέπει, επομένως, να είμαστε ανοικτοί σε όλες αυτές τις πληροφορίες, να τις συζητούμε με τους γνωστούς μας, να τις αξιολογούμε ως προς τα συν και τα πλην τους και, ακόμη, να δίνουμε προτεραιότητα στην αξιοποίηση των σπουδαιότερων και ουσιαστικότερων από αυτές.
Εύλογα γεννάται ήδη το ερώτημα ως προς το πώς μπορεί να ωφελήσει μια τέτοια μέθοδος τις νομικές μας σπουδές. Όμως, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, ακριβώς στις σπουδές αυτές το εργαλείο της προαναφερθείσας μεθόδου, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβανόμαστε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, είναι απόλυτα συνυφασμένο με την ιδιομορφία και τις απαιτήσεις αυτών των σπουδών. Ειδικότερα:
Πρώτον, ο διάλογος και η αντιπαράθεση των εκατέρωθεν απόψεων αποτελεί την «ψυχή», θα λέγαμε, του νομικού διαλόγου είτε στα δικαστήρια, είτε στις λοιπές νομικές διαδικασίες (π.χ. διαιτησίες), είτε και στη νομική αρθρογραφία. Ίσως σε καμία άλλη επιστήμη όσο στα νομικά, δεν ευρίσκει έδαφος το παλαιό αξίωμα ότι κάθε λόγος έχει και τον αντίλογό του και ότι η αλήθεια έχει σχετικό και πολυεδρικό περιεχόμενο. Αρκεί να διαβάσει κανείς π.χ. τη μετωπική σύγκρουση του Δημοσθένη με τον Αισχίνη με θέμα μία υπόθεση Παραπρεσβείας (δηλ. της μη πλήρους συμμόρφωσης ενός πρέσβη με τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί), για να αισθανθεί τη γοητεία αυτής της αντιπαράθεσης δύο εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων που καλλιεργεί άριστα η Νομική Επιστήμη (πρβλ. Νέστορα Κουράκη, Κλασικά Ιδεώδη, εκδ. Printa/Ροές, 2009, σελ. 78).
Δεύτερον, η ανάγκη ενός ανθρώπου να είναι καλά πληροφορημένος και να έχει, όπως λέγει ο ποιητής «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του» σε οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του, ικανοποιείται από τη Νομική Επιστήμη με τον καλύτερο τρόπο. Πράγματι, το δίκαιο είναι ένα σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν με στοιχείο εξαναγκαστότητας τις βιοτικές σχέσεις, άρα οι κανόνες του καλύπτουν κάθε πτυχή της ζωής μας, από τις εμπορικές συναλλαγές και το διαδίκτυο, έως την αντιμετώπιση μιας εγκληματικής συμπεριφοράς και τις σχέσεις μας με τη Διοίκηση. Επομένως, μέσω της Νομικής Επιστήμης έχουμε μιαν άριστη γνώση για όλα τα θέματα της καθημερινότητάς μας.
Και τρίτον, ο διαχωρισμός του ουσιώδους από το επουσιώδες και η ορθή στάθμιση και αξιολόγησή τους υπό μορφή προτεραιοτήτων σ’ ένα κείμενο ή και σχέδιο δράσης είναι προφανές ότι στη Νομική Επιστήμη βρίσκει την πλήρη έκφρασή του, αφού η νομοθεσία περιλαμβάνει χιλιάδες νομοθετήματα, στα οποία θα πρέπει κάθε φορά να εντοπίζεται ο κεντρικός άξονας, η ουσία δηλ. του κάθε νομοθετήματος, η ratio legis θα λέγαμε, που συνιστά και το έρεισμα για την ορθή ερμηνεία του, με γνώμονα –βέβαια- τις ιδέες της Δικαιοσύνης και του Ανθρωπισμού. Όμως, η Νομική Επιστήμη παρέχει και το κλειδί για άσκηση και στη νομική πειθαρχία, στο να καταστρώνουμε, δηλ., τη σκέψη μας με τρόπο συγκροτημένο, συνεκτικό και χωρίς αντιφάσεις. Όπως ορθά επεσήμανε ο κορυφαίος γερμανός νομικός Gustav Radbruch στο κλασικό του έργο «Εισαγωγή στην Επιστήμη του Δικαίου» (1910, σελ. 257 στην ελλην. μτφρ, του 1962, αλλά σε πιο σύγχρονη ελλην. γλώσσα), «Η Νομική Επιστήμη προώρισται να εξασφαλίσει για τον νου όσων τη σπουδάζουν την άριστη ίσως μόρφωση στην τεχνική του επιστημονικώς σκέπτεσθαι. Όποιος μάλιστα, έχοντας ως αφετηρία τη Νομική, υπερπηδά σε άλλη επιστήμη, θυμάται με ευγνωμοσύνη τη νομική πειθαρχία […], καθώς πουθενά αλλού δεν εκμανθάνεται καλύτερα ο χειρισμός της λογικής πανοπλίας από όσο στη Νομική».
Με μια τέτοια μέθοδο και μια τέτοια επιστήμη είναι, λοιπόν, πρόδηλο ότι έχει κανείς στα χέρια του ένα εργαλείο που, θα λέγαμε παραστατικά, του ανοίγει όλες τις πόρτες. Πέραν του να γίνει κανείς δικαστικός λειτουργός ή δικηγόρος, έχει τη δυνατότητα, -χάρη στην ευρύτητα των γνώσεων του και τις ικανότητές του να σταθμίζει ορθά τις καταστάσεις-, να εργασθεί άνετα σε οποιονδήποτε κλάδο του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, να αναπτύξει δυναμική δραστηριότητα ως ελεύθερος επαγγελματίας, ή και απλώς, κατέχοντας μια εξαίρετη γενική μόρφωση, να διεκδικεί επάξια τα δικαιώματά του, όταν αυτά παραβιάζονται.
Βέβαια, η αξία των νομικών σπουδών φαίνεται, νομίζω, ιδιαίτερα για όσους σπουδάζουν έναν κλάδο με την, κατά τη γνώμη μου, μεγαλύτερη γνωστική και κοινωνική εμβέλεια, που είναι η Εγκληματολογία. Πράγματι, στην Εγκληματολογία όχι μόνο μπορεί κανείς να έχει ένα πλήρες φάσμα γνώσεων για όλη την παθογένεια της κοινωνικής μας ζωής, από το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά έως τις ναρκωτικές ουσίες και την παραβατικότητα των ανηλίκων, αλλ’ επιπλέον μπορεί να συμβάλει με μέθοδο και ανθρωπισμό στον περιορισμό αυτού του σοβαρού προβλήματος που ανάγεται στην εγκληματικότητα υπό τις διάφορες μορφές της. Στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, πέρα από τα προπτυχιακά εγκληματολογικά μαθήματα που ανατέμνουν αυτά τα ακανθώδη ζητήματα, υπάρχει και ένα ενδιαφέρον μεταπτυχιακό πρόγραμμα, που διευθύνεται από την αναπλ. Καθηγήτρια κ. Σταυρούλα Σουκαρά και που οδηγεί στην απόκτηση ενός σημαντικού μεταπτυχιακού διπλώματος, κατάλληλου για εξεύρεση εργασίας σε φορείς όπως η Αστυνομία και το Σωφρονιστικό Σύστημα, ή και σε επίπεδο πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας και έρευνας.
Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτή την εισήγησή μου τονίζοντας το πόσο χρήσιμη θεωρώ τη θητεία μου στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας κατά τα τελευταία πέντε χρόνια μετά την αφυπηρέτησή μου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Χωρίς να παραγνωρίζω την εξαιρετική σημασία που είχε στη νομική μου κατάρτιση και στη διάπλαση της νομικής μου προσωπικότητας αυτή η alma mater του Πανεπιστημίου Αθηνών, θεωρώ ότι η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, μέσα ιδίως από τη συνεχή αξιολόγηση διδασκόντων και διδασκομένων, μέσα από τις συνεργασίες με εξέχοντα πανεπιστήμια του εξωτερικού και της Ελλάδας και μέσα από τις άπειρες δυνατότητες που παρέχει στους φοιτητές της για καλλιέργεια αυτής της επιστημονικής μεθόδου που σας περιέγραψα προηγουμένως, είναι ένας υπέροχος χώρος για διδασκαλία και συνεπώς διαμορφώνει επιστήμονες που γίνονται, τελικά, πάνοπλοι για τις δύσκολες εποχές που διανύουμε.